Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σύμπαν

  • 1 σύμπαν

    [симпан] ουσ. о. мир, вселенная.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμπαν

  • 2 вселенная

    вселенная ж о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη
    * * *
    ж
    ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη

    Русско-греческий словарь > вселенная

  • 3 мир

    I мир Ι м (вселенная) о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη· во всём \мире σ' όλο τον κόσμο II мир II м (согласие) η ειρήνη' \мир во всём \мир οη ειρήνη σ' όλο τον κόσμο· прочный \мир η σταθερή ειρήνη· борьба за \мир ο αγώνας για την ειρήνη· защита \мира η υπεράσπιση της ειρήνης* жить в \мире ζούμε αγαπημένα" заключить \мир συνάπτω ειρήνη
    * * *
    I м
    ( вселенная) ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη
    II м
    ( согласие) η ειρήνη

    про́чный мир — η σταθερή ειρήνη

    борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη

    защи́та мира — η υπεράσπιση της ειρήνης

    заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη

    Русско-греческий словарь > мир

  • 4 свет

    I свет Ι м το φως; ο φωτισμός (освещение зажигать (гасить) \свет ανάβω (σβήνω) το φως II свет II м (мир) о κόσμος, το σύμπαν
    * * *
    I м
    το φως; ο φωτισμός ( освещение)

    зажига́ть (гаси́ть) свет — ανάβω (σβήνω) το φως

    II м
    ( мир) ο κόσμος, το σύμπαν

    Русско-греческий словарь > свет

  • 5 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 6 вселенная

    η Οικουμένη, το Σύμπαν.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вселенная

  • 7 космос

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > космос

  • 8 мир

    I.
    1. (вселенная, планета Земля) о κόσμος, το σύμπαν 2. (среда) о κόσμος, το βασίλειο II. (согласие) η ειρήνη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мир

  • 9 вселенная

    вселен||ная
    ж τό σύμπαν, ἡ ὑφήλιος, ἡ οίκουμένη.

    Русско-новогреческий словарь > вселенная

  • 10 мироздание

    мироздание
    с (вселенная) τό σύμπαν, ὁ κόσμος, ἡ πλάση.

    Русско-новогреческий словарь > мироздание

  • 11 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 12 космос

    α.
    το διάστημα, το σύμπαν.

    Большой русско-греческий словарь > космос

  • 13 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 14 мироздание

    ουδ. (γραπ. λόγος) το σύμπαν, η πλάση.

    Большой русско-греческий словарь > мироздание

  • 15 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 16 рыть

    рою, роешь, παθ. μτχ. παρλθ. рытый, βρ: рыт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σκάβω, ανασκάβω, ορύσσω•

    рыть яму σκάβω λάκκο•

    рыть окопы σκάβω χαρακώματα•

    рыть колодец σκάβω πηγάδι•

    рыть канал ανοίγω (κάνω) διώρυγα.

    || ανασκαλίζω. || εξορύσσω.
    2. ρίχνω, πετώ άτακτα.
    εκφρ.
    землю роет – α) αδημονεί, δεν τον χωράει ο τόπος, β) θαύματα (άθλους) κάνει, αναποδογύριζειτο σύμπαν.
    σκάβομαι, ορύσσομαι. || ψάχνω, ερευνώ• σκαλίζω.
    ουδ.
    σκάψιμο, σκαφή• όρυξη•

    канавы σκάψιμο χάντακα.

    Большой русско-греческий словарь > рыть

  • 17 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

См. также в других словарях:

  • σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν …   Dictionary of Greek

  • σύμπαν — το το σύνολο των πραγμάτων, το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, ο κόσμος: Αχανείς εκτάσεις του σύμπαντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύμπαν — σύμπας all together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουίλερ, Τζον Άρτσιμπαλντ — (John Archibald Wheeler, Φλόριντα 1911 –). Αμερικανός φυσικός. Διετέλεσε καθηγητής της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον από το 1947, πήρε μέρος στις έρευνες του προγράμματος Μανχάταν, που οδήγησαν στην κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»